Νότινγχαμ

Νότινγχαμ
(Nottingham). Πόλη (282.440 κάτ. το 2002) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας, στη συμβολή του ποταμού Λιν με τον Τρεντ, σε μια κυματοειδή και πεδινή περιοχή πλούσια σε ανθρακωρυχεία, 180 χλμ. ΒΔ του Λονδίνου. Σαξονικής προέλευσης (Snotingaham), η πόλη κατακτήθηκε από τους Δανούς το 868 και υπήρξε η κυριότερη από τις πέντε ολλανδικές κομητείες της Ντάνελαχ. Η μεγάλη όμως δημογραφική και πολεοδομική ανάπτυξη άρχισε στο τέλος του 16ου αι., με την εισαγωγή της βιομηχανίας πλεκτών και κεντημάτων. Ο πύργος της, που χρονολογείται από το β’ μισό του 17ου αι., χτίστηκε σ’ ένα βραχώδες ανάγλυφο, στα θεμέλια του προηγούμενου νορμανδικού πύργου. Σήμερα το Ν. είναι μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο· ευνοϊκοί παράγοντες για την ανάπτυξή του είναι κυρίως η θέση του στο κέντρο σημαντικών συγκοινωνιακών αρτηριών και η παρουσία στη γύρω περιοχή τεράστιων κοιτασμάτων γαιανθράκων. Κύριες οικονομικές δραστηριότητες είναι μέχρι σήμερα οι βιομηχανίες δαντελών και πλεκτών, σημαντικές όμως είναι και η καπνοβιομηχανία, η βιομηχανία χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων, η μεταλλουργία και η μηχανουργία με παραγωγή ποδηλάτων, μοτοσικλετών και κάθε είδους τροχαίου υλικού. Η πόλη έχει πανεπιστήμιο, μουσείο και πινακοθήκη. Μια πλατεία στο κέντρο του Νότινγκαμ. Η πόλη αυτή της κεντρικής Αγγλίας φημίζεται για τη βιομηχανία της διαφόρων τύπων πλεκτών και ωραιότατων κεντημάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρεγάτα — Τύπος ελαφρού πολεμικού πλοίου με 3 όρθια κατάρτια και πλήρη εξάρτηση δρόμωνα. Στα μέσα του 17ου αι. ως φ. αναφέρονταν μικρά σκάφη, που χρησιμοποιούνταν ως ανιχνευτικά, με λίγα οπλισμένα πυροβόλα. Βαθμιαία όμως μεγάλωναν και οι διαστάσεις της φ …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Γουέτζγουντ, Τζοσάια — (Josiah Wedgwood, Μπάρσλεμ 1730 – Χάνλεϊ 1795). Άγγλος κεραμουργός. Από το επίθετό του ονομάζονται τα κεραμικά που είναι κατασκευασμένα από γαλαζοπράσινο ή λευκό υλικό δικής του επινόησης. Εργάστηκε αρχικά στο κεραμοποιείο του πατέρα του μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”